- σκορζαλίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) βασικό φωσφορικό ορυκτό τού σιδήρου και τού αργιλίου, ισόμορφο με τον λαζουλίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scorzalite, από το όν. τού βραζιλιανού μεταλλειολόγου Evaristo D. Scorza + -lite (< λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.